- σίραμφος
- σίραμφος· τὸ ῥύγχος, Hsch. [full] σίρβηνον, τό,A cake offered to Aphrodite, Id. [full] σιρία· ἀσφάλεια, Λάκωνες, Id. [full] σιρίασις, [full] σιριάω, [full] σίριος, v. σειρ-. [full] σῑρῐκόν, v. σηρικός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.